- σόθεμα
- το, Ν [σοθέτω](στον Ερωτόκρ.)1. διάταξη πραγμάτων, ιδίως επίπλων, κοσμημάτων κ.ά αντικειμένων2. αρτιότητα τής σωματικής διάπλασης, συμμετρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σώθεμα — το Ν σόθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφ. γρφ. αντί τού σόθεμα* πιθ. κατ επίδραση τών τ. με σω (< έσω)] … Dictionary of Greek